- ερυθροκίτρινος
- η, ον красно-жёлтый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερυθροκίτρινος — η, ο 1. αυτός που το χρώμα του σε μερικά μέρη είναι κόκκινο και σε άλλα κίτρινο 2. αυτός τού οποίου το χρώμα είναι κόκκινο που αποκλίνει προς το κίτρινο ή κίτρινο που αποκλίνει προς το κόκκινο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
ερυθρόχλωρος — ἐρυθρόχλωρος, ον (Α) ο ερυθροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + χλωρός] … Dictionary of Greek
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek
ωχροκόκκινος — η, ο / ὠχροκόκκινος, η, ον, ΝΜ ωχρός και κόκκινος, ερυθροκίτρινος … Dictionary of Greek
γρανάτες — Ομάδα πυριτικών ορυκτών, που κρυσταλλώνονται στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος, με συνηθέστερη μορφή κρυστάλλων ρομβικού, 12έδρου ή δελτοειδούς 24έδρου. Χημικά ορίζεται με το γενικό τύπο X2Y3(SiO4)3, όπου το X παριστά τα δισθενή στοιχεία… … Dictionary of Greek